- ἐνυπομάζιον
- ἐν , ὑπό-μαζάωknead a barley-cakeimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)ἐν , ὑπό-μαζάωknead a barley-cakeimperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενυπομάζιος — ἐνυπομάζιος, ον (Α) αυτός που τίθεται κάτω από τον μαστό, το στήθος, αυτός που θηλάζει («βρέφος ἐνυπομάζιον», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek